- ανθρακεύς
- (-εως) ο1) угольщик; 2) см. ανθρακεργάτης; 3) помощник кочегара (на пароходе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἁνθρακεύς — ἀνθρακεύς , ἀνθρακεύς charcoal maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακεύς — charcoal maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρακεύς — ο (Α ἀνθρακεύς και ἀνθρακευτής) αυτός που κατασκευάζει ξυλάνθρακες νεοελλ. 1. (στα πλοία) ο βοηθός του θερμαστή, που μεταφέρει άνθρακες από την αποθήκη στα λεβητοστάσια 2. ανθρακεργάτης … Dictionary of Greek
ἀνθρακεῖς — ἀνθρακεύς charcoal maker masc acc pl ἀνθρακεύς charcoal maker masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακέων — ἀνθρακεύς charcoal maker masc gen pl ἀνθρακέω̆ν , ἀνθρακεύς charcoal maker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακέως — ἀνθρακέω̆ς , ἀνθρακεύς charcoal maker masc gen sg ἀνθρακεύς charcoal maker masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ανθρακεία — η (Α ἀνθρακεία) [ανθρακεύς] η κατασκευή ξυλανθράκων νεοελλ. το κόψιμο ξύλων για την κατασκευή ξυλανθράκων … Dictionary of Greek
ανθρακείο(ν) — το [ανθρακεύς] ο τόπος ή το καμίνι που φτιάχνουν ξυλοκάρβουνο … Dictionary of Greek
ανθρακευτής — ο βλ. ανθρακεύς … Dictionary of Greek